ἀνάλωτο

ἀνάλωτο
ἀνά̱λωτο , ἀναλίσκω
use up
plup ind mp 3rd sg (doric aeolic)
ἀνά̱λωτο , ἀναλίσκω
use up
plup ind mp 3rd sg (homeric ionic)
ἀ̱νάλωτο , ἀναλόω
use up
plup ind mp 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”